- κασσιτερούχος
- -ο, θηλ. και -ααυτός που περιέχει κασσίτερο («κασσιτερούχο μέταλλο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + -οῦχος (< ἔχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνσταντίνο Κούμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κασσίτερος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sn· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 50, ατομική μάζα 118,70 και δέκα σταθερά ισότοπα. Δεν είναι πολύ διαδεδομένος στη φύση, βρίσκεται όμως σε… … Dictionary of Greek